- αρχίδι
- το яичко
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αρχίδι — το 1. όρχις 2. φρ. α) «γράφω στ αρχίδια μου» ή «στ αρχίδια μου» αδιαφορώ, περιφρονώ β) «κάποιος ή κάτι μ αρχίδια» αυτός ή αυτό που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά του είδους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. μτγν.) ορχίδιον (υποκορ. του όρχις) … Dictionary of Greek